Δύο Ιταλίδες, η Μαριάντζελα και η Μόνικα, εξαδέλφες ως προς τη συγγένεια, έρχονται στην Ελλάδα για διακοπές και στο αεροπλάνο – από Ρώμη προς Αθήνα – συνταξιδεύουν μ’ έναν τύπο, τον Άλκη, που παριστάνει τον καθολικό ιερέα, αλλά που στην πραγματικότητα μεταφέρει μία βαλίτσα μ’ έναν σταυρό πολύ μεγάλης αξίας, για λογαριασμό μιας σπείρας λαθρεμπόρων. Όμως στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, οι αποσκευές τους μπερδεύονται κι ο Άλκης ψάχνει πυρετωδώς τη βαλίτσα του γιατί απ’ αυτήν εξαρτάται ακόμα και η ζωή του, καθώς ο λαθρέμπορος Αντόνιο, που την περιμένει, απειλεί ότι θα τον καθαρίσει. Έτσι φτάνει ως στις Σπέτσες, όπου έχουν καταλύσει οι κοπέλες οι οποίες απ’ την πλευρά τους προσπαθούν κι αυτές να λύσουν το μυστήριο της βαλίτσας. Οι δύο εξαδέλφες δεν αποχωρίζονται στιγμή τη βαλίτσα κι ο Άλκης μηχανεύεται χίλιους τρόπους για να την ανακτήσει. Γύρω τους ένα συνονθύλευμα παραθεριστών ταλανίζεται με ποικίλα προβλήματα: ένας σκηνοθέτης, ο Βασίλης, προσπαθεί να ανεβάσει τον Πλούτο του Αριστοφάνη κι ο φίλος του Νίκος τον στηρίζει οικονομικά με χρήματα της ώριμης αμερικανίδας ερωμένης του, της Μάργκαρετ ένας νιόπαντρος προσπαθεί να «ολοκληρώσει» το γάμο του, ένα κολ γκερλ αναζητεί τον κύριο Ατελείωτο κι ένας μπράβος του Αντόνιο καραδοκεί για τον Άλκη. Τελικά η βαλίτσα θα γίνει όλως τυχαίως παρανάλωμα του πυρός και ο Αντόνιο με τους δικούς του θα «φάνε τα λυσσιακά τους». Στο μεταξύ τρία νέα ζευγάρια θα προκύψουν απ’ όλη αυτή την αναμπουμπούλα: ο Άλκης με τη Μαριάντζελα, ο Νίκος με τη Μόνικα και η Μάργκαρετ μ’ ένα νεαρότερό της άνδρα.