Ένας επαρχιώτης καφετζής, ο Μίμης, εγκαταλείπει το χωριό του στη Χαλκιδική κι έρχεται στην Αθήνα για μια καλύτερη τύχη. Παριστάνει το σκληρό αντράκι, τον ξερόλα, και συμπεριφέρεται σαν «βαρύ πεπόνι». Με τη βοήθεια ενός φίλου του από το στρατό, του Αριστείδη, προσπαθεί να σκαρώσει μια δική του δουλειά. Παράλληλα ερωτεύεται μια μοδιστρούλα, την Τούλα, αδελφή της γυναίκας του Αριστείδη. Ακολουθούν ο γάμος, οι καθημερινές υποχρεώσεις, ενώ οι βιοποριστικές ανάγκες τον αναγκάζουν να φορέσει με δυσφορία τη στολή του σερβιτόρου. Όταν όμως απολύεται από τη δουλειά, η σχέση του με τη Νίτσα δοκιμάζεται. Τελικά τα πράγματα επανορθώνονται χάρη στη συνδρομή ενός πολιτικά συνειδητοποιημένου συναδέλφου, ο οποίος τον βοηθά να ξαναπιάσει δουλειά και τον πείθει να γραφτεί στο Σωματείο και να αγωνιστεί για το καλό του συνόλου. Έτσι το «βαρύ πεπόνι» συνειδητοποιεί τη θέση του και την τάξη του, και αποδέχεται να ’ναι μέρος ενός συνόλου.