Νήσος Χίος, 1960. Μετά το θάνατο του αγροφύλακα Θολοποταμίου και την απροθυμία που παρατηρείται ως προς τη διαδοχή του, το κοινοτικό συμβούλιο προσφέρει ένα πρόσθετο οικονομικό κίνητρο. Έτσι, ο αγρονόμος Ροδοκανάκης βρίσκει τελικά αντικαταστάτη του αποθανόντος. Πρόκειται για ένα τύπο ιδιαίτερα συμμαζεμένο και δειλό ο οποίος, αντί να προστατεύει τα κτήματα του κόσμου, προσέχει μόνο το μποστάνι του Σιδερή, κι αυτό με χίλια ζόρια. Τελικά πεθαίνει από συγκίνηση, καθώς κρυφοκοιτάζει την ατίθαση Ελισώ, ένα σωστό αγριοκάτσικο, να λούεται ολόγυμνη στη θάλασσα. Ο νέος διάδοχος, ο Ματσαγάνος, ακολουθεί άλλο τροπάριο: το παίζει σκληρό καρύδι και συγκρούεται με τον ιδιοκτήτη του λιοτριβιού. Ακολούθως, προσάγει έξι άτακτους μαθητές στον αγρονόμο κι αυτός τον απολύει για υπερβάλλοντα ζήλο. Επιστρέφει αγριεμένος στο χωριό, τα σπάει στο καφενείο και προσπαθεί ματαίως να συλλάβει την Ελισώ. Ο Λαβίδας, που είναι ο επόμενος αγροφύλακας, κολλάει με μια παρέα χαρτοπαικτών στο καφενείο του γειτονικού χωριού. Χαρτοπαίζει διαρκώς, χάνοντας όλους τους μισθούς του, ακόμα και τον γάϊδαρό του. Κάποια στιγμή εμφανίζονται οι χωροφύλακες και τους συλλαμβάνουν όλους, εκτός από τον ιδιοκτήτη του λιοτριβιού, ο οποίος έχει κρυφτεί μέσα σ’ ένα βαρέλι λαδιού. Ο Σιταράς είναι ο τέταρτος αγροφύλακας, νεότερος απ’ τους προκατόχους του και μέγας χωρατατζής. Γελοιοποιεί τα πάντα, αλλά καταδιώκει κι αυτός την ατίθαση Ελισώ. Υφίσταται βέβαια τις αιχμηρές παρατηρήσεις του υπεύθυνου Ροδοκανάκη και τα παρατάει, για να επιστρέψει στο χωριό και να κατορθώσει τελικά να δαμάσει την Ελισώ, την οποία ποθεί κι εκείνος, όπως οι προηγούμενοι αγροφύλακες.