Ο Αλέξανδρος Σκουρής είναι απογοητευμένος από τον σπάταλο γιο του Μάριο, του οποίου το μυαλό είναι μόνο στις διασκεδάσεις. Του προσφέρει, λοιπόν, μια τελευταία ευκαιρία. Του δίνει τριακόσιες χιλιάδες δραχμές κι έναν έμπιστο υπάλληλό του, τον Πολύδωρο, για να στήσει με το κεφάλαιο αυτό μια δική του επιχείρηση. Αλλά ο Πολύδωρος δεν πάει πίσω στα γλέντια, και συνοδεύει επάξια τον Μάριο στις διασκεδάσεις. Τα πράγματα θα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο, αν δεν βρισκόταν η Βέρα, η υπάλληλός τους, η οποία αναφέρει στον κύριο Σκουρή λεπτομερώς όλες τις κινήσεις των δύο χαροκόπων. Εκείνος, σε μια έσχατη προσπάθεια για τη σωτηρία του γιου του, συνεννοείται με τη Βέρα και προφασίζεται τον βαριά άρρωστο. Η όλως έκτακτη κατάσταση, οι σκληροί όροι της διαθήκης και η εν γένει συμπεριφορά της Βέρας, η οποία στο μεταξύ έχει ερωτευτεί τον Μάριο, βάζουν μυαλό στον άστατο και άσωτο νέο ο οποίος από «ρεμάλι της κοινωνίας» γίνεται ένας συνετός και ευυπόληπτος σύζυγος.