Στους αρραβώνες της Αλίκης, κόρης του γιατρού Ανδρέα Βλαντή, μια ηλικιωμένη γυναίκα απομακρύνεται από το σπίτι, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Είναι μια πικραμένη μάνα, η Μάρθα (Χριστίνα Σύλβα), που μένει σε ένα παρακείμενο φτωχικό και αρχίζει να διηγείται την πικρή ιστορία της. Χρόνια πριν, παιδούλα στο χωριό της, ήταν φίλη με τον συνομήλικό της Ανδρέα. Οι δυο τους μεγάλωσαν μαζί και αγάπησαν ο ένας τον άλλον, αλλά ο πόλεμος τους χώρισε, λίγο πριν παντρευτούν. Η Μάρθα έμεινε έγκυος και γέννησε την κορούλα τους Αλίκη. Για να μη λείψει τίποτα στο κοριτσάκι, όταν έμαθε ότι ο αγαπημένος της σκοτώθηκε, συνδέθηκε με τον Στάθη, έναν μαυραγορίτη συγχωριανό της. Ο Ανδρέας όμως ήταν ζωντανός και, επιστρέφοντας, την απέπεμψε. Η Μάρθα, με χαμένο μνημονικό, έμεινε κάποιο διάστημα σ’ ένα καλύβι φτωχών χωρικών και στη συνέχεια επέστρεψε στον τόπο της, όταν ξαναβρήκε τη μνήμη της μετά το τέλος του πολέμου. Ο Ανδρέας και η Αλίκη όμως είχαν φύγει. Τους αναζήτησε στην Αθήνα, έμαθε ότι πήγαν στην Αμερική, και άρχισε να δουλεύει στο μπαρ του Βλάση όπου τραγουδούσε μια συγχωριανή της, η Κατερίνα. Όταν η τελευταία σκότωσε τον Βλάση, η Μάρθα έγινε εργάτρια σε μια κλωστοϋφαντουργία και τότε ξαναείδε την κόρη της, ως μνηστή του γιου του αφεντικού της, χωρίς να βρει το κουράγιο να της μιλήσει. Τώρα, μια ξαφνική λιποθυμία της φέρνει τον γιατρό Βλαντή και την Αλίκη κοντά της. Την αναγνωρίζουν κι όλοι μαζί γίνονται αυτό που πάντα ποθούσε η άμοιρη γυναίκα: μια τρισευτυχισμένη οικογένεια.