Η Αιμιλία, νέα και σχετικά ευκατάστατη γυναίκα, διάγει βίον σχιζοειδή. Καθ’ ημέραν παραδίδει μαθήματα πιάνου στους τροφίμους του ορφανοτροφείου, ενώ τη νύχτα καλεί στο σπίτι της εφήμερους εραστές, τους οποίους ψωνίζει από δω κι από κει και τους οποίους θανατώνει πάνω στην παραζάλη και τον ερωτικό παροξυσμό. Η όλη συμπεριφορά της διερμηνεύεται ως αποτέλεσμα τραυματικής εμπειρίας καθώς, παιδίσκη ούσα, είδε με τα μάτια της τη δολοφονία της μητρός της από τον Πάρι, τον άνδρα που η τελευταία λοιδορούσε και ταπείνωνε. Ο Νίκος, κακοποιός κυνηγημένος από την αστυνομία, ο οποίος μπαίνει κάποιο βράδυ στο σπίτι της και κρύβει ένα δέμα με χρήματα, μαθαίνει το μυστικό της. Τα χρήματα αυτά προορίζονται για τη «Μάνα», μητέρα της φιλενάδας του Καίτης, η οποία αναθέτει στον επαγγελματία δολοφόνο Ιωσήφ να σκοτώσει τον Νίκο. Η αστυνομία υποπτεύεται την Αιμιλία αλλά αυτή προσπαθεί να τα φορτώσει όλα στον Νίκο. Ο τελευταίος την επισκέπτεται για να πάρει τα λεφτά, και ως εκ θαύματος, η Αιμιλία θεραπεύεται στην αγκαλιά του από τη φονική της μανία. Όμως, οι δύο εραστές δολοφονούνται από τον Ιωσήφ, όστις μετ’ολίγον βρίσκει και αυτός το θάνατο από τα πυρά των αστυνομικών που έχουν στήσει καρτέρι στο σπίτι.