Ο εργολάβος Παντελής πληροφορείται ότι η μητέρα της θετής του κόρης Τζούλιας αποφυλακίστηκε μετά από πολυετή κάθειρξη. Αποφασίζει να μιλήσει στην κοπέλα για το ποιόν και το παρελθόν της μητέρας της. Η ιστορία άρχισε στην Αίγινα, όπου ο ίδιος κι ο συνεργάτης του Άγις είχαν αναλάβει την κατασκευή της προβλήτας του λιμανιού. Εκεί γνωρίστηκαν με τη μητέρα της, την ορφανή Ρόη, που εργαζόταν στην ταβέρνα του Τζίμη. Ο Άγις αγάπησε σφοδρά τη Ρόη, αλλά λόγω υποχρεώσεων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί για την πρωτεύουσα, χωρίς να γνωρίζει όμως ότι η Ρόη είχε μείνει ήδη έγκυος. Όταν ο Τζίμης ο ταβερνιάρης έδιωξε τη Ρόη, αυτή αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αθήνα, όπου γέννησε το παιδί της, και ακολούθως έμπλεξε μ’ έναν αδίστακτο τύπο του υπόκοσμου, τον Βάγγο, που την εκμεταλλεύτηκε και δεν σεβάστηκε ούτε την κόρη της. Η Ρόη, μέσα απ’ την ανείπωτη καταφρόνια, βρήκε το κουράγιο να αντισταθεί, σκοτώνοντας τον Βάγγο κι έτσι καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη. Ο Παντελής ανέλαβε τότε τη μικρή της κόρη και τη μεγάλωσε σαν παιδί του. Καθώς όμως η Τζούλια περιμένει με ανυπομονησία να γνωρίσει τη μητέρα της, ένα αναπάντεχο και μοιραίο αυτοκινητικό δυστύχημα την τραυματίζει θανάσιμα. Το αποκορύφωμα είναι ότι ο Άγις και η μνηστή του τη βρίσκουν στο δρόμο και τη μεταφέρουν σπίτι τους, όπου η άτυχη Ρόη ξεψυχά στην αγκαλιά τους. Ταινία-πρότυπο του δακρύβρεκτου ελληνικού μελό που σημάδεψε ανεξίτηλα και την καριέρα της Ελένης Χατζηαργύρη, ταυτίζοντάς την αποκλειστικά με ρόλους πονεμένων μανάδων. Τη σκηνοθεσία της ταινίας είχε αναλάβει αρχικά ο Γρηγόρης Γρηγορίου, αλλά στη συνέχεια διαφώνησε με τον παραγωγό Χρήστο Σπέντζο και αποχώρησε. Ο παραγωγός αναγκάστηκε να την ολοκληρώσει ο ίδιος, γι’ αυτό άλλωστε φέρεται και ως σκηνοθέτης της.