Η σύγκρουση μεταξύ του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, των δύο γιων του νεκρού βασιλιά Οιδίποδα, οι οποίοι διεκδικούσαν το θρόνο της επτάπυλης Θήβας, καταλήγει στο θάνατο αμφοτέρων και ο νέος βασιλιάς, ο Κρέων, διατάζει να μείνει άταφο το πτώμα του Πολυνείκη επειδή τόλμησε να εκστρατεύσει εναντίον της πόλης που τον ανέθρεψε. Η αδελφή του η Αντιγόνη παρακούει την εντολή του Κρέοντα και θάβει το πτώμα του. Συλλαμβάνεται, και ο Κρέων, παρ’ όλο που η Αντιγόνη είναι μνηστή του γιου του Αίμωνα, προστάζει να την κλείσουν ζωντανή σ’ έναν τάφο. Ο λόγος του μάντη Τειρεσία όμως τη δικαιώνει καθώς λέει ότι ο θείος νόμος, που επιτάσσει την ταφή των νεκρών, είναι ανώτερος από τον ανθρώπινο, και πείθει τον Κρέοντα να αναστείλει την ποινή και να ελευθερώσει την Αντιγόνη ενώ είναι πια αργά. Η Αντιγόνη έχει κρεμαστεί και ο Αίμων αυτοκτονεί πάνω από το νεκρό κορμί της. Η μητέρα του, η Ευριδίκη, τον ακολουθεί επίσης στο θάνατο και ο συντριμμένος Κρέων παραιτείται από το αξίωμά του.