Σε μια πόλη της Ρωσίας ζει η Αγάφια Τυχόνοβνα, μαζί με την θεία της Αρίνα Παντελεϊμόνοβνα, που προσπαθεί να την παντρέψει. Τα «Παντρολογήματα» αναλαμβάνει η προξενήτρα Φιόκλα Ιβάνοβνα, που φέρνει τους τέσσερις από τους έξι γαμπρούς, που είχε υποσχεθεί. Πρώτος έρχεται ο κολεγιακός πάρεδρος Ιβάν Πάβλοβιτς Ομελέτα, ακολουθεί ο υποπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού εν αποστρατεία Μπαλτάζαρ Ζεβακίν, έπεται ο γείτονας Ανούτσκιν και τελευταίοι μπαίνουν στο σπίτι ο αυλικός σύμβουλος Ιβάν Κόσμιτς Πατκαλιόσιν και ο υφασματέμπορος Αλεξέι Ντιμιτρίεβιτς Σταρίκοφ. Η υποψήφια νύφη τους διώχνει και τους ξανακαλεί το ίδιο απόγευμα για τσάι. Ο Ιλιάφο Μιτς Κοτσκάριοφ προσπαθεί να πείσει την Αγάφια να παντρευτεί τον αριστοκράτη αυλικό φίλο του Πατκαλιόσιν. Όταν μαζευτούν όλοι μαζί το απόγευμα θα κουβεντιάσουν και θα διαπιστώσουν ότι η προξενήτρα τους έχει πει ψέματα για την προίκα της νύφης και την ανατροφή της. Οι περισσότεροι υποψήφιοι γαμπροί απογοητεύονται και αποχωρούν. Ο μόνος που μένει πίσω είναι ο ηλικιωμένος υποπλοίαρχος Ζεβακίν, που προσπαθεί να πείσει τον Κοτσκάριοφ να μεσολαβήσει για να παντρευτεί την Αγάφια. Εκείνος μεσολαβεί αλλά δεν λέει καλά λόγια για τον Ζεβακίν με αποτέλεσμα η Αγάφια να τον απορρίψει. Έτσι ο Κοτσκάριοφ προξενεύει στην δεσποινίδα Αγάφια τον Πατκαλιόσιν. Όταν μένουν μόνοι τους, εκείνος δεν ανοίγει την καρδιά του στην Αγάφια. Ο Κοτσκάριοφ τον παρακαλεί να αλλάξει συμπεριφορά και φτάνει στο σημείο να τον απειλήσει ότι δεν θα τον ξαναδεί. Από την άλλη μεριά η Αγάφια κάνει όνειρα για τον γάμο και την οικογένεια, που θα κάνει με τον Πατκαλιόσιν. Μετά τις παραινέσεις του φίλου του, ο Πατκαλιόσιν βρίσκει το θάρρος και ζητά από την Αγάφια να τον παντρευτεί το ίδιο κιόλας βράδυ. Καθώς, όμως, η νύφη και η θεία της ετοιμάζονται για τον γάμο, εκείνος το σκάει από το παράθυρο του σπιτιού.