Μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, εισβάλλουν στην ανατολική Μακεδονία και οι σύμμαχοί τους οι Βούλγαροι. Ένα κλιμάκιό τους, μ’ επικεφαλής τον Στεπάν Ράικο, καταφτάνει και εγκαθίσταται σ’ ένα χωριό της Δράμας, το Ροδονέρι. Κατ’ αρχάς συλλαμβάνουν τον πρόεδρο του χωριού Μανώλη Δεβετζή ο οποίος υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Παύλου Μελά κι είχε παλιούς λογαριασμούς με το βουλγαρικό κομιτάτο. Καθήκοντα προέδρου αναθέτουν σ’ έναν παλιό συνεργάτη τους, τον Γρηγόρη Θεοφίλου. Ο γιος του Δεβετζή, ο Νίκος, που είναι τραυματίας και νοσηλεύεται σε νοσοκομείο των Αθηνών, μαθαίνει τα μαντάτα και δραπετεύει από τη γερμανοκρατούμενη πρωτεύουσα. Πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο χωριό του, μαζί μ’ έναν φίλο του, τον δημοσιογράφο Βασίλη Άνθιμο, με πρόθεση να αναλάβει δράση. Η κόρη του εγκάθετου Θεοφίλου, η Κατερίνα, με την οποία ήταν ερωτευμένος ο Νίκος, εργάζεται ως γραμματέας του βούλγαρου διοικητή και χρησιμοποιεί τη θέση της για να μεταφέρει κρίσιμες πληροφορίες, μέσω του παπά του χωριού, στους συναγωνιστές του Νίκου. Όταν η ομάδα των «Ελεύθερων Ελλήνων της Μακεδονίας» καταλαμβάνει ένα βουλγαρικό τραίνο, ο Στεπάν αναλαμβάνει αυτοπροσώπως τη διοίκηση. Στο μεταξύ, ο Νίκος μαθαίνει για το ρόλο της Κατερίνας στην υπόθεση του τραίνου κι ο έρωτάς τους αναθερμαίνεται. Τέλος, ο Νίκος και οι άνδρες του μπαίνουν στην πόλη και με τη βοήθεια των κατοίκων εκδιώκουν τους εισβολείς. Κατά την υποχώρηση των εισβολέων, σκοτώνονται πολλοί και μεταξύ αυτών είναι ο επικεφαλής τους, ο Στεπάν.