Ο δικηγόρος Σάββας Τσιβικλής δέχεται ένα δώρο από μια παλιά του φιλενάδα, την Κική Πεταχτίδου, η οποία μόλις επέστρεψε από το Κονγκό. Το δώρο είναι δύο μικρά ξύλινα λιοντάρια τα οποία, για να μην τα βρει η γυναίκα του η Κούλα και τον τρελάνει στην κρεβατομουρμούρα, τα χαρίζει σε έναν γνωστό του νεαρό. Σε λίγο όμως έρχεται η γυναίκα του και του χαρίζει τα λιονταράκια που ο ίδιος είχε χαρίσει προηγουμένως στο νεαρό. Ο Σάββας πάει να τρελαθεί και αρχίζουν οι καβγάδες και οι ζήλιες, τις οποίες υποθάλπει ο εργένης Μένιος, με το να αναφωνεί συνεχώς «τι καλά κάνω εγώ και δεν παντρεύομαι!» Φυσικά, στο τέλος ξεκαθαρίζουν τα πάντα, μιας και η Κούλα από την αρχή είχε πει ότι τα λιονταράκια ήταν δώρο μιας παλιάς συμμαθήτριάς της, της κυρίας Κοντογιώργου, και εκείνα που ο Σάββας χάρισε στο νεαρό, αν και ακριβώς όμοια, ήταν άλλα.