Ο καλοκάγαθος Γιώργος Χατζηγεωργαλάς βρίσκεται στη φυλακή, με ποινή δέκα μηνών, και εκμυστηρεύεται τον πόνο του στον δεσμοφύλακα. Έχοντας διαβάσει τα απομνημονεύματα του Καζανόβα κι έχοντας επηρεασθεί βαθιά απ’ την προσωπικότητά του, εγκατέλειψε τα Φάρσαλα και ήρθε στην Αθήνα με το όραμα να γίνει μεγάλος γυναικοκατακτητής. Βρήκε τον συνονόματο εξάδελφό του και έπιασε δουλειά στην ταβέρνα του. Εκεί συγκρούστηκε με τον χασάπη Πανάγο, αδελφό της Τζούλιας, αιώνιας μνηστής τού εξαδέλφου του και το ’βαλε στα πόδια. Ακολούθως κατέφυγε στον άλλο συνονόματο εξάδελφο, ο οποίος του βρήκε δουλειά πορτιέρη σε κεντρικό αθηναϊκό ξενοδοχείο. Η Μήτση και η Σούζυ, δύο κυρίες που του γνώρισε ο εξάδελφός του, παρίσταναν τις ερωτευμένες μαζί του, κάνοντάς τον να πιστεύει ότι είναι ένας ακαταμάχητος Δον Ζουάν. Η παραζάλη του δεν του επέτρεψε να αντιληφθεί ότι ο εξάδελφός του ήταν αρχηγός μιας σπείρας λαθρεμπόρων αρωμάτων, η οποία είχε ως μέλη τις δύο κυρίες, μέχρι που τους συνέλαβε όλους η αστυνομία, κι έτσι ο Γιώργος κατέληξε στη φυλακή. Με το τέλος της αφήγησής του δέχεται την επίσκεψη της Τζούλιας η οποία τον έχει ερωτευτεί και έχει πείσει τον Πανάγο να πληρώσει για να αποφυλακιστεί ο Γιώργος και να γίνει σύζυγός της.