Σε κάποιο χωριό, μια γυναίκα συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω τον άντρα της με μια ορφανή και άμοιρη κοπέλα, τη Μαριγώ, που διαπομπεύεται κι αναγκάζεται να διαφύγει στην Αθήνα. Εκεί, η Μαριγώ προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια στο σπίτι της στρυφνής Αμαλίας, συζύγου του κυρίου Παπαδόπουλου, που τη διώχνει κακήν κακώς, όταν την πιάνει στην αγκαλιά του γιου της. Στο μεταξύ ο Πέτρος, ο νεαρός υδραυλικός που γνώρισε η κοπέλα και τον οποίο σκόπευε να παντρευτεί, καταχράστηκε όλο το κομπόδεμά της και αναχώρησε για την Αυστραλία. Με τον καιρό, η Μαριγώ έγινε Μαίρη και τώρα δουλεύει σαν κομμώτρια. Γνωρίζει έναν πάμπλουτο κύριο, τον Μικέ Παπαδήμα, άντρα μιας πελάτισσάς της η οποία πέθανε στο χαρτο-παικτικό τραπέζι. Έτσι εισέρχεται στους κόλπους της υψηλής κοινωνίας και γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο του Γιώργου, του νεαρού μνηστήρα μιας γοητευτικής γυναίκας, της κυρίας Λεοντιάδου, και γίνεται ερωμένη του. Σχεδιάζει να χωρίσει τον άντρα της και να παντρευτεί τον Γιώργο, αλλά η μοίρα την αναγκάζει να υποχωρήσει, προκειμένου να μην καταστρέψει ο σύζυγός της οικονομικά τον άντρα που εκείνη αγαπά.