Το καφενεδάκι του κυρ-Αγαθοκλή, του γρουσούζη όπως τον αποκαλεί η γειτονιά, μαζεύει όλους τους αρχιτεμπέληδες της γειτονιάς. Παρά την γκρίνια του –που συχνά φτάνει στο σημείο να εκδιώξει τους τεμπέληδες θαμώνες–, οι «τεμπελχανάδες» τού παραμένουν πιστοί. Η σπιτονοικοκυρά του, η κυρα-Επιστήμη, είναι ερωτευμένη με τον κυρ-Αγαθοκλή και συχνά τσακώνεται με τη γειτονιά που δεν χάνει ευκαιρία να τον γλωσσοτρώει. Κάποια στιγμή, στο κατώφλι του καφενείου βρίσκεται εγκαταλειμμένο ένα μωρό, και οι φήμες δίνουν και παίρνουν από παντού. Ένα μωρό, βέβαια, έχει τις δικές του ανάγκες τις οποίες δεν μπορεί να ικανοποιήσει ένας μεσόκοπος εργένης, γι’ αυτό κι αυτός προσλαμβάνει, ως παραμάνα, τη Μαρία που είναι και η πραγματική μητέρα του παιδιού. Ο Αγαθοκλής, μολονότι στο μεταξύ ερωτεύεται την κοπέλα, αναζητεί τον πατέρα του παιδιού και θυσιάζει τα δικά του αισθήματα για την ευτυχία της Μαρίας.