Ο Χρήστος Σγουρός είναι ένας νέος άντρας που δεν γνώρισε γονείς. Μεγάλωσε στους δρόμους και τώρα δουλεύει σαν αχθοφόρος στη λαχαναγορά. Τις ώρες της σχόλης του τις περνάει παίζοντας μπουζούκι, αλλά αυτό ενοχλεί τον γείτονά του Βασίλη Χατζηπέτρο, ο οποίος τον καταγγέλλει στην αστυνομία. Ο διοικητής του τμήματος, βέβαια, εξηγεί πως ο Σγουρός δεν διέπραξε κανένα αδίκημα και συνεπώς δεν μπορεί να ασκηθεί κανενός είδους δίωξη εναντίον του. Εκτιμώντας ο ίδιος ότι πρόκειται για έναν καλό χαρακτήρα, τον βοηθάει να μπει στη λαϊκή ορχήστρα ενός διακεκριμένου μουσικού. Στο μεταξύ, η κόρη του Χατζηπέτρου, η Άννα, γνωρίζει τον Χρήστο και τον ερωτεύεται παράφορα, εκείνος όμως έχοντας επίγνωση της κοινωνικής διαφοράς, δεν στέργει να ανταποκριθεί. Η επιτυχία του στο μουσικό στερέωμα τού δίνει άλλα φτερά. Μέχρι κι ο Χατζηπέτρου τον αποδέχεται. Όμως, λίγο πριν το γάμο του με την Άννα κι ενώ βρίσκεται στο Ντιτρόιτ, λόγω επαγγελματικής περιοδείας του στην Αμερική, τυφλώνεται σε ένα μεγάλο σιδηροδρομικό ατύχημα. Αποφασισμένος να παραιτηθεί απ’ τα πάντα, κλείνεται σε μια απομονωμένη βίλα, αλλά η Άννα, με την επιμονή της και με τη συνδρομή του αστυνόμου και του ατζέντη του, τον ενθαρρύνει να υποβληθεί σε μια δύσκολη εγχείρηση. Ετσι θα ξαναβρεί το φως του.