Την ημέρα των αρραβώνων του ευγενικού αρχοντόπουλου Δημητρού με τη Μαρία, κόρη του ισχυρού άρχοντα της περιοχής Κωσταντή Ματρώζου, μια συγχωριανή τους, η Δέσπω, κατηγορείται για την κλοπή των κοσμημάτων της οικογένειας Ματρώζου. Το πρωτοπαλίκαρο του Ματρώζου τη συλλαμβάνει, αλλά ο ληστής Λιάπουρας την ελευθερώνει και την παίρνει μαζί του στο βουνό. Η Δέσπω διηγείται στον Λιάπουρα την αλήθεια: η Μαρία τής έκλεψε τον άντρα που αγαπούσε, και με τον μπιστικό της την ενοχοποίησαν για την κλοπή των κοσμημάτων. Ο Δημητρός ματαιώνει τον αρραβώνα μέχρι να μάθει τι πράγματι συμβαίνει και ο Ματρώζος διατάζει τα παλικάρια του να φέρουν τη Δέσπω, αυτή όμως καταφεύγει στο μοναστήρι. Όταν η γέρικη καρδιά του Ματρώζου κάμπτεται, ο άρχοντας ομολογεί την πλεκτάνη, ζητά άφεση αμαρτιών και προστάζει να αφήσουν ήσυχη τη Δέσπω που είναι πια ελεύθερη να παντρευτεί τον αγαπημένο της Δημητρό.