Σε κάποιο μουράγιο άρχισε πριν από χρόνια η αγάπη δύο νέων, της Ρένας και του Αντώνη. Εκεί κάθεται τώρα η Ρένα, με τον γιο της, και διαβάζει το γράμμα του άντρα της. Θυμάται τη γνωριμία της με τον Αντώνη, τον γιο του εργοστασιάρχη Αρβανίτη, και την αντίθεση του πατέρα του στο δεσμό τους, επειδή ήταν φτωχή. Ο Αντώνης εγκατέλειψε το πατρικό του και την παντρεύτηκε, έκαναν ένα παιδί και, μερικά χρόνια αργότερα, ο Αντώνης αναγκάστηκε να μπαρκάρει. Ένα βράδυ ξυπνά από εφιάλτη, πέφτει στις σκάλες και παθαίνει αμνησία. Ο γιατρός, ο οποίος μαθαίνει ότι ο άντρας της πνίγηκε σε ένα ναυάγιο, αρχίζει να τη συμπονά, αλλά η κατάστασή της δεν της επιτρέπει να κρατήσει το παιδί το οποίο στέλνεται σε ορφανοτροφείο. Ο μικρός το σκάει και πέφτει στα χέρια ενός αλήτη, ενώ η γιαγιά του πεθαίνει. Η καρδιά του παππού του, όμως, αρχίζει να μαλακώνει κι όλα τελειώνουν αισίως με την επιστροφή του Αντώνη που από θαύμα δεν έχει πνιγεί, και την επανασύνδεση της οικογένειας.