Αθήνα, 1961. Ο Αλέκος, γιος του τοκογλύφου Λάμπρου Κονταρίνη, γνωρίζει τη Δώρα Φωτίου η οποία είναι μεγαλωμένη σε ίδρυμα, σπουδάζει δικηγόρος και βασανίζεται συνεχώς από την παράξενη εικόνα ενός τρομαγμένου κοριτσιού σε έναν έρημο δρόμο. Με τον καιρό, οι δύο νέοι ερωτεύονται και παντρεύονται. Η Δώρα παίρνει το πτυχίο της και πιάνει δουλειά σε ένα δικηγορικό γραφείο, όπου αναλαμβάνει την υπεράσπιση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, της Μάρθας, κατηγορούμενης για ιεροσυλία. Η υπόθεση αυτή τη βοηθά να συνειδητοποιήσει ότι το τρομαγμένο κορίτσι είναι η ίδια, κι ότι η Μάρθα είναι η χαμένη στην Κατοχή μητέρα της. Υπεύθυνος για όλα ήταν ο πεθερός της, ο μαυραγορίτης που είχε αρπάξει το πατρικό τους σπίτι και είχε γίνει αιτία να πεθάνει ο πατέρας της στα γερμανικά στρατόπεδα. Η Μάρθα πεθαίνει αλλά η Δώρα, με όπλο της την πίστη στη δικαιοσύνη και με την αμέριστη συμπαράσταση του Αλέκου, δεν διστάζει να τα βάλει με τον πανίσχυρο Κονταρίνη. Κερδίζει τη μάχη και μετατρέπει το πατρικό της σπίτι σε κέντρο αρωγής των φτωχών και αδυνάμων.